Δημόσιες συμβάσεις και φορείς Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας: Η περίπτωση της Ελλάδας
Οι νομοθετικές αλλαγές προς την κατεύθυνση των κοινωνικά υπεύθυνων συμβάσεων προκύπτουν από ευρύτερες ευρωπαϊκές πολιτικές που τοποθετούν ψηλά στην ατζέντα τους την κοινωνική οικονομία. Συγκεκριμένα την βλέπουν ως ένα μέρος του πλάνου της ανάπτυξης χωρίς αποκλεισμούς και της μείωσης του αριθμού των ανθρώπων που απειλούνται από τη φτώχεια ή τον κοινωνικό αποκλεισμό, ιδιαίτερα στην εποχή της κρίσης. Οι βασικοί τρόποι με τους οποίους προσδοκάται η επίτευξη αυτών των στόχων σε ό,τι αφορά τις δημόσιες συμβάσεις, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/24/ΕΕ, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική νομοθεσία με το Ν. 4412/2016, είναι η ενσωμάτωση κοινωνικών ρητρών ως κριτήρια επιλογής, ανάθεσης και εκτέλεσης μιας σύμβασης, ο διαχωρισμός μιας σύμβασης σε τμήματα, οι κατ’ αποκλειστικότητα ανατιθέμενες συμβάσεις και το απλοποιημένο καθεστώς ανάθεσης για κοινωνικές και άλλες ειδικές υπηρεσίες.
Η εικόνα του τομέα στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από σχετικές δημοσιευμένες Εκθέσεις, επιδρά στον τρόπο που εμπλέκονται οι φορείς ΚΑΛΟ στο πεδίο συμβάσεων στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από την έρευνα που έγινε σε δημοσιευμένες πράξεις αναθέσεων και διακηρύξεις. Το κατά κύριο λόγο μικρό μέγεθός των φορέων και η αριθμητικά ισχυρή παρουσία των Κοιν.Σ.Επ. Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας, για τις οποίες στην ελληνική νομοθεσία δημοσίων συμβάσεων δεν υπάρχει καμία ειδική πρόβλεψη, έχει ως αποτέλεσμα τη μικρή συμμετοχή αυτών σε δημόσιες συμβάσεις χαμηλής αξίας με διαδικασίες απευθείας ανάθεσης (έως 20.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ). Εξαίρεση αποτελούν οι Κοι.Σ.Π.Ε., οι οποίοι ωφελούνται, ως φορείς Ένταξης, των προβλέψεων για συμβάσεις ανατιθέμενες κατ’ αποκλειστικότητα κυρίως με αντικείμενο τους τομείς της καθαριότητας.
Κατά την άποψη του δείγματος φορέων που ερωτήθηκαν με τυχαία δειγματοληπτική έρευνα προέκυψε ότι βλέπουν θετικά την ενδεχόμενη συμμετοχή τους σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων και ότι έχουν μείγμα δραστηριοτήτων που ενδιαφέρει τις αναθέτουσες αρχές· πλην όμως αυτό δεν μεταφράζεται σε συνεργασία μέσω διαδικασιών ανάθεσης. Επίσης, θεωρούν ότι οι αναθέτουσες αρχές σε επίπεδο πολιτικής βούλησης και κατάρτισης στελεχών υστερούν. Τέλος, από την πλευρά τους οι φορείς αναγνωρίζουν τη δυσκολία τους να διαθέσουν κυρίως οικονομικούς πόρους για τη συμμετοχή τους σε διαγωνιστικές διαδικασίες και για την εκτέλεση μιας σύμβασης σε περίπτωση καθυστερήσεων πληρωμών.
Το Κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, ρύθμισης και εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων περιλαμβάνει διαδικασίες εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης από εποπτικές αρχές που εξετάζουν τις στρατηγικές, τις διαδικασίες, τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα πιστωτικά ιδρύματα. Στόχος αυτής της […]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως απόρροια της οικονομικής κρίσης στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας έθεσε τη στρατηγική «Ευρώπη 2020» με στόχο την βιώσιμη ανάκαμψη και την εξασφάλιση της κοινωνικής, οικονομικής και εδαφικής συνοχής. Αναγνωρίζοντας τις δυνατότητες […]
Η Ελλάδα, πλήρες και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και μέλος της Ευρωζώνης, ήταν από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την παγκόσμια και ευρωπαϊκή ύφεση, που επέφερε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. […]